ἔμασα

ἔμασα
μάσσω
knead
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άμαστος — (I) η, ο (Α ἄμαστος, ον) [μαστός] αυτός που δεν έχει μαστούς. (II) η, ο αυτός που δεν μαζεύτηκε, ο αμάζευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μάζω «μαζεύω», αόρ. έμασα] …   Dictionary of Greek

  • μάζω — (συν. στον μέλλ. μάσω και τον αόρ. έμασα) μαζεύω, μαζώνω («πρέπει να μάσω το τραπέζι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμάζω < ὁμάς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • μαζεύω — και μαζώνω μάζεψα και έμασα, μαζεύτηκα, μαζεμένος, μτβ. 1. συλλέγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω: Μάζευε κόσμο για την προεκλογική εκστρατεία. 2. αποταμιεύω: Μάζεψε λεφτά από τα κάλαντα. 3. σηκώνω κάτι από κάτω: Μάζεψα τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμασάμην — μάσσω knead aor ind mid 1st sg ἐμασά̱μην , μασάομαι chew imperf ind mid 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”